- κρυψίνοος
- κρυψί-νοος, seine Gedanken verbergend, von heimlicher, versteckter Sinnesart
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρυψινόους — κρυψίνοος hiding one s thoughts masc/fem acc pl κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυψίνοοι — κρυψίνοος hiding one s thoughts masc/fem nom/voc pl κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek